λιμενοφύλακας

λιμενοφύλακας
ο (Α λιμενοφύλαξ, -ακος)
φύλακας τού λιμανιού
νεοελλ.
ο κατώτερος βαθμός στην ιεραρχία τού λιμενικού σώματος
αρχ.
τίτλος άρχοντα στην Κάρυστο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιμενοφύλακας — ο υπαξιωματικός του λιμενικού σώματος που φυλάει το λιμάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιμενοφύλακας — λιμενοφύλαξ harbour watcher masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LIMENARCHUS Cypri — in vet. Inscr. 427. 9. Gr. λιμενάρχης, i. e. portûs Praefectus. Horum meminit Paulus in l. limenarchae, ff. de serv. fugitiv. Limenarchae et stationarii fugitivos deprehensos recte in custodia retineat. Aristor. λιμενοφύλακας eos vocat Polit. l.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”